- προλεύσσω
- Α(ποιητ. τ.) προβλέπω («ἄλλ' οἶα χρὴ παθεῑν με πρὸς τούτων ἔτι δοκῶ προλεύσσειν», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + λεύσσω «βλέπω, παρατηρώ»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προλεύσσειν — προλεύσσω see before oneself pres inf act (attic epic) προλεύσσω see before oneself pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)